- κέρμ'
- κέρμα , κέρμαfragmentneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακερματία — ἀκερματία, η (Α) η έλλειψη κερμάτων, χρημάτων, η αναπαραδιά (Αριστοφ. απ. 119). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κέρμα, ατος και ἀ κερμ ία, από το θ. τής ονομαστικής] … Dictionary of Greek